τελεσιουργῷ

τελεσιουργῷ
τελεσιουργός
completing a work
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τελεσιουργώ — έω, ΜΑ [τελεσιουργός] 1. γεννώ τέλειο νεογνό, με κανονική συμπλήρωση τού χρόνου τής κυοφορίας 2. αποτελειώνω, ολοκληρώνω 3. καθιστώ αποτελεσματικό κάτι 4. τελώ θυσία, λατρεία, τελετή (αρχ) μέσ. τελεσιουργοῡμαι, έομαι συντελούμαι, ολοκληρώνομαι …   Dictionary of Greek

  • τελεσιούργημα — τὸ, Α [τελεσιουργῶ] 1. τελειωμένη, ολοκληρωμένη εργασία 2. τελετή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”